ξιδρώνω — βλ. ξεϊδρώνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεϊδρώνω — και ξιδρώνω 1. παύω να ιδρώνω, παύω να είμαι ιδρωμένος 2. αναπαύομαι και στεγνώνω από τον ιδρώτα ύστερα από έντονη σωματική προσπάθεια … Dictionary of Greek